- καρκινευτής
- καρκινευτής, ὁ, der Krebssänger
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καρκινευτής — καρκινευτής, ὁ (Α) ο κυνηγός καρκίνων, καβουριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος κατά τα μεταρρηματικά θηρευ τής, ορνιθευ τής)] … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek